- επανακρούω
- ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) [κρούω]1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, τό επιστρέφω3. αλλάζω γνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek